- ἐπικνίζεται
- ἐπικνίζωscratch the surfacepres ind mp 3rd sgἐπικνίζωscratch the surfacepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικνίζω — ἐπικνίζω (Α) 1. ξύνω στην επιφάνεια 2. (για άροτρο) σχίζω 3. «ἐπικνίζεται δάκνεται» (Λεξικό Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»] … Dictionary of Greek